Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2015

Τα καλοκαίρια μου γαμάνε το μέλλον.


Σαπισμένα σταφύλια και μοβ άνθη.
Σώματα γεμάτα μελανιές.
Όλες οι πτυχές της ζωής μέσα από στίχους και παρομοιώσεις παραδοσιακών, νησιώτικων και ρεμπέτικων τραγουδιών.

Δεν έχω κουράγιο να προσπαθήσω να γοητέψω, όλα πλέον τα βλέπω μια ευθεία γραμμή και νομίζω τζάμπα το κουράζει ο κόσμος γενικά.
Μερικά ψέματα και φύγαμε στα σκοτάδια.
Σταρχιδισμό και στιγμιαία τρέλα και ούτε που νοιάστηκες για την δική σου ικανοποίηση.
Πάλι ψέματα για το που θα ξαναβρεθούμε και όλα κυλάνε βλέπεις.

Γύρω στις 8 με 8μιση, εκεί στη δύση του ηλίου όλοι είμαστε ομορφότεροι έλεγε μια φίλη.
Είναι ίσως το χρώμα που το φως δίνει στο πρόσωπο μας, αυτό το περίεργο πορτοκαλί που απλώνεται παντού.
Τα χαρακτηριστικά του προσώπου, οι μικρές σκιές των ρυτίδων, τα ταλαιπωρημένα μάτια, τα μαλλιά που ακόμη γυαλίζουν από τη θάλασσα.
Είναι οι ώρες που ετοιμάζεσαι να υποδεχτείς το βράδυ και η διέγερση του νου ξεκινά και εσύ πλάθεις ότι γουστάρει η ψυχούλα σου.
Σκέφτεσαι το πιο όμορφο αύριο.
Εδώ μοιραζόμαστε ιστορίες της παιδικής μας ηλικίας ξαπλωμένοι στο τσιμέντο του λιμανιού και γελάμε.
Ξέρεις, τα κλασσικά.
Το πρώτο μας ψείρισμα, οι πρώτες παρέες, τα πρώτα μας φιλιά, η πρώτη μας φορά, τα πρώτα τσιγάρα, το πρώτο μεθύσι. 
Κλασσικά πραγματάκια που πάντα έχουν γέλιο ειδικά αν υπάρχουν καλοί αφηγητές.

Το νησί με έχει αλλάξει.
Έγινε η αιτία που ερωτεύτηκα τα καλοκαίρια.
Είναι σαν ένα φυσικό πρόσωπο που έρχεσαι τον αύγουστο για να του κλαφτείς, να του πεις τα κατορθώματα του χρόνου που πέρασε.
Ένας ανυπόφορος απολογισμός.
Και λίγο πριν ολοκληρώσεις έναν ακόμη απολογισμό έχει πάει η ώρα 9 το πρωί και παίζουν αγκαλιές με άτομα που μόλις λίγες μέρες ξέρεις.
Μαθαίνεις να κατεβαίνεις τα σκαλοπάτια μεθυσμένος.
Και όταν βλέπεις μάτια να κρατιούνται κλειστά για πάνω από 5 δευτερόλεπτα συνειδητοποιείς τον νταλκά.
Το πράμα ρέει μέσα μου και ώρες ώρες δεν μπορώ να συζητήσω, είναι πραγματικά δύσκολο αφού το μόνο που θέλω να κάνω είναι να χαλβαδιάζω χείλη και να παίζω ταυτόχρονα με τα δικά μου.
Δαγκώνεσαι και ξανά δαγκώνεσαι.

Κούρασε η χημεία να με κάνει ειλικρινή σε βαθμό που να με θαυμάζω.
Όταν έφτανε η ώρα για ύπνο σωριαζόμασταν μέσα στη σκηνή με βουλωμένα ρουθούνια και πονοκέφαλο.
Μέσα στα γούστα.
Αλητείες που αγαπήσαμε.
Αλητείες που σε ξυπνάνε και σου λενε ‘’είσαι 25 γαμώ τη παναγία, τράβα ζήστο ρε μίζερε’’.
Ένα ακόμη καλοκαίρι στο νησί ικανό να ανακατέψει στομάχια, αρκετό για να παρθούν τελεσίδικες αποφάσεις.
Άραγε μπορείς να πεις ότι μία επίσκεψη σε ένα τόπο ήταν ικανή να σε αλλάξει?

Γύρισα, ανέβηκα πάνω και πέρασα από δικαστήρια βαρδάρη, εγνατία, καμάρα, ναβαρίνου, νέα παραλία κ έφτασα σχεδόν μαρτίου.
Θερμοπυλών 33.
Εκεί που άρχισαν όλα.
Σε μια ταράτσα που πριν 7 χρόνια έφαγα τις πρώτες μου σφαλιάρες.
Έγινα για λίγο ξανά εκείνος ο 18χρονος πιτσιρικάς 
που ανακάλυπτε τον κόσμο και διέσχισα αναμνήσεις.
Μα δε μ’ άγγιξε τίποτα αυτή τη φορά.
Και κάπου εκεί συνειδητοποίησα ότι όλα έχουν τελειώσει
 μαλάκα μου.
Γιατί όπως και να το κάνουμε μία πόλη από την οποία λείπουν όλοι αυτοί που σε έκαναν να την αγαπήσεις... δεν έχει να σου πει τίποτα.
Είναι σαν ένα νεκροταφείο που πάντα ασυναίσθητα 
θα το συγκρίνεις με το τότε.
Και όλων των ειδών οι συγκρίσεις ανά καιρούς 
μου χουν γαμήσει το κεφάλι.
Το κεφάλαιο αυτού του τόπου έκλεισε.
Έκλεισε όταν βρήκα τα αρχίδια να συμμετάσχω συνειδητά σε αυτή τη ρουλέτα.



Και ο καιρός πέρασε και έχουμε οκτώμβρη και η βαλίτσα μου είναι σχεδόν έτοιμη. 
Σε λίγες μέρες αναχωρώ.


Τετάρτη 2 Σεπτεμβρίου 2015

Δώσε μου έναν τίτλο φυγής.


Για λέγε μάγκα.
Τι κάνουμε τώρα.
Με φτύνει ο πατέρας μας από ψηλά και εσύ κοιτάς το θέαμα.
Αυτοί είμαστε.
Μη γελάς.


Συνήθισα να βλέπω μπάτσους και να αλλάζω δρόμο.
Καλά παιδιά είναι και στον τάφο οι πάντες ξανασμίγουν με την γαλήνη του νου που σαν αιώνιες οντότητες αγάπησαν και βίωναν πριν τη γέννα τους.
Αλάνθαστοι και ωραίοι πριν το πρώτο φως δουν, πριν τους παραλάβουν οι σκάρτοι.


Τα χείλη μας σπάνια πιώματα ψάχνουν να γευτούν και εγώ να κρέμομαι από κάποιο μπαρ.
Συζητήσεις της πλάκας μάγκα.
Να ευχαριστώ που υπάρχει κάτω από το μπαρ μια μπάρα για τα πόδια αφού είμαι ολόκληρος χυμένος και ότι πιο σταθερό έχω πάνω μου είναι το χαμόγελο μου.
Θυμάμαι να τρέχω να προλάβω το τραίνο ξημερώματα για να παρουσιαστώ ξανά στρατόπεδο
Σκνίπα να είμαι και να ξερνώ λίγο πριν μπω η ακόμη και μέσα στην βρωμερή του χέστρα
Να γελάω μπροστά στον καθρέπτη με στόμα πιο στυφό από ποτέ.
Να γελώ ξέροντας ότι πάλι θα υποφέρω στους ίδιους διαδρόμους χωρίς έναν δικο μου πλάι μου.
Να γελώ γιατί με έχω τι και αν δε το πήρα πρέφα.
Μα γάμησε το,  παρελθόν είναι και αυτό.
Όταν σας βλέπω θυμάμαι αψυχολόγητες μανούρες με τελειωμένους τύπους.
Ξεκόλλα όμως γιατί τώρα λέμε ότι ωριμάσαμε.


Βρώμικα στόματα κυνηγάνε μεθυσμένα κορίτσια στο δρόμο της επιστροφής.
Υποταγή στην επιβλητική κυριαρχία της ματαιότητας.
Βία, έρωτας, άσχημη ειλικρίνεια, δόντια να τρίζουν,  χαμηλοί παλμοί λόγω κυνικότητας και ο πόνος να ζητάει να πνιχτεί.
Πες μου, κάνω κάνα βήμα η απλά το χάνω?
Γιατί εγώ δεν έχω ιδέα με αυτό το ελαττωματικό κεφάλι που κουβαλάω.
Φυλακισμένος στο ελάχιστο αυτό εμβαδό.


Κάθε μέρα νιώθω να χτίζω το ίδιο οικοδόμημα απ’ την αρχή.
Για πόσο ακόμα.
Στις 7 πιάνω δουλειά.
Σκέφτομαι ότι τουλάχιστον δεν πρόκειται να πεθάνω μέσα στις επόμενες 9 ώρες.
Μία ενθαρρυντική σκέψη για να κυλίσει και αυτή η μέρα.
Και στην συνέχεια μάγκα μου μέσα σε αυτό το 9ωρο γίνομαι ποιητής.


Μάζεψε τα και έλα να φύγουμε από τα ξενέρωτα αυτά χώματα.
Θα ζήσω για να επιβεβαιώσω τα ευρήματα της φαντασίας μου.
Θυμάμαι με ένα σάπιο μηχανάκι γυρίζαμε τρικάβαλο τραγουδώντας με μπουκάλια στα χέρια φωνάζοντας στους περαστικούς “ληστεία”.
Να σας κλέψουμε το είναι σας θέλαμε.
Μα με τόση φτήνια που έπαιζε σπάνια γυρίζαμε σπίτι με κάτι αξίας πάνω μας.


Σαν και αυτούς δεν γίνομαι.
Σαν και αυτούς μη γίνεσαι.


Πέμπτη 28 Μαΐου 2015

Αυτό που σου αναλογεί.


Και δώσαμε αγώνα για να αποδώσουμε την ζωή.
Απομονωθήκαμε μέσα σε δωμάτια.
Παραδοθήκαμε σε κραιπάλες και μαστούρες που χρόνια κράτησαν.
Ναρκωτικά για ρομαντικά μυαλά.
Στιγμές μπερδεμένες που η μία να ακυρώνει την ύπαρξη της άλλης.
Συνευρέσεις που υπολείπονται τόσης λεπτομέρειας ώστε να αμφιβάλλεις για την πραγματική τους έκβαση.
Λες και ήταν κάποιο στοίχημα να καταφέρουμε να ακυρώσουμε την λειτουργία του μνημονικού.
Λες και ήταν μία θεραπεία που κάποιος γιατρός μας έδωσε και εμείς πιστά ακολουθήσαμε σαν φοβισμένοι μεσήλικες για το μέλλον της υγείας μας.
Το ξημέρωμα μας βρήκε με μουσκεμένα μάτια μπροστά σε αυτόν τον πετυχημένο βιασμό.
Το να μην προσπαθώ έγινε κτήμα μου.
Αν προσπαθείς δεν μπορείς να μιλάς για βίωμα , ταλέντο, έρωτα, ευτυχία, αλήθεια αλλά για ένα δημιούργημα και μάλλον πρέπει να σκεφτείς το νέο όνομα που θα του δώσεις.
Οτιδήποτε ακυρώνει την φυσική εξέλιξη των πραγμάτων δεν έχει θέση μέσα μου.
Το μπουρδελάκι που χω στο κεφάλι μου είναι πολύ κουρασμένο.
Το να αναζητώ το πιώμα και να χάνομαι στους εμμονικούς του διαδρόμους έγινε στάση ζωής.
 Και εσύ καλή μου σκατά το γέμισες.
Η χώρα μου, η πόλη μου και οι αγαπημένοι.
Φιγούρες που ατόνησαν και είναι πια τόσο αδύναμες.
Δεν μπορούν να με κρατήσουν ζωντανό και εγώ δεν μπορώ να επιβληθώ στη θλίψη.
Δέκτης μιας άτυπης προδοσίας.
Μετατράπηκα σε σολίστα της σκέψης για να παραμένω ατσαλάκωτος ή τουλάχιστον έτσι να δείχνω.
Τα ψυχολογικά μου αραδιασμένα μια φόλα δίχως τέλος.


Είναι μια διασταύρωση που ξέρω από παλιά.
Μόνο όταν φτάσει η Παρασκευή ξεκινάει και έχει κίνηση.
Τις υπόλοιπες μέρες μοιάζει να είναι κομμάτι κάποιου ατελείωτου δρόμου της αμερικής που όσο και αν ταξιδεύεις πάνω του δεν πρόκειται να συναντήσεις άνθρωπο.
Ένας ορίζοντας μπροστά σου που το μάτι σου χάνεται και τίποτα δεν μεσολαβεί ανάμεσα τους.
Εκεί που το έδαφος και ο ουρανός γίνονται ένα.
Τα σκυλιά αυτής της διασταύρωσης είναι υπέροχα.
Αυτό με το αχρηστευμένο πόδι ξεχωρίζει.
Πανέμορφα και βρώμικα ταυτόχρονα.
Παρατημένα εκεί μα με τον καιρό αλήτες έγιναν που φόβο δεν έχουν.
Κουράγιο μου δίνουν.


Κάνε μου τη χάρη και χαμογέλα μου.
Χαμογέλα μου γιατί μπορεί να μην υπάρχω μέσα στο ‘μετά’.
Κάποιος που πήρε αποφάσεις και του είναι τόσο δύσκολο να κοιτάξει πίσω.
Κάποιος που έφυγε, ζαλισμένος χάθηκε, ξεχάστηκε και ίσως αυτό να είναι μία πραγματική ανάγκη.
Και ίσως ο δρόμος με βγάλει σε χαμένους τόπους, σε ηλιόλουστα μεσημέρια που να θυμίζουν το εδώ.
Χυδαίο και επιθετικό δε θέλω να με βρίσκεις.
Είναι που καμιά φορά τα χάνω.
Η ζωή είναι απέναντι μας μα είναι πένα αγάπη μου.
Είναι ένα φίνο πουτανάκι που μου έμαθε με λάθος τρόπους να καυλώνω.
Για αυτό είμαι τώρα εδώ.
Αξίες να αποδίδω.
Μη μου μιλάς για πολυπλοκότητα.
Στα γαμημένα χέρια μου αφήσου.


Σε πράσινα παγκάκια τις μονάκριβες ιδέες μου ξεπουλούσα και το μόνο που ζητούσα ήταν οι δείκτες του ρολογιού να κυλήσουν μα αυτοί βήμα δεν έκαναν.
Κοίτα όμως που κύλησαν και τώρα είμαι εδώ νου και σώμα όπως θέλω να διατάζω.
Κανείς δεν ήταν εκεί.
Κανείς τώρα εδώ.
Καθείς στο νου του τον ίσκιο στέκεται και προσπαθεί να πείσει πως τον ήλιο ψάχνει.
Το πιο κοινότυπο ταλέντο της εποχής.

Αυτό του να σε ξεγελάς.

Το χεις?


Δευτέρα 23 Μαρτίου 2015

Λέξεις να ερωτευόμαστε.


Περνώντας και εμείς ντόμπρα λόγια ψάχναμε

Ρίξε και γέμισε μου το ποτήρι
λευκή σελίδα μπροστά σου 
μία ξεκάθαρη ευκαιρία που πρέπει να εκμεταλλευτείς 
κάτσε και μάζεψε μία μία τις λέξεις από το στόμα μου 
συνήθως σου τα έλεγα ωραία και γούσταρες
προσπαθούσες  μάταια να το κρύψεις
γούσταρες που αναγκαζόσουνα να σκέφτεσαι για λίγο μετά από κάθε πρόταση μου 
και γω με τη σειρά μου γούσταρα τις απαντήσεις που έπαιρνα.

Ίσως το κρεβάτι σου  να μην ήταν κάτι το ιδιαίτερο 
μέτριο θα το χαρακτήριζα.
Μαλακίες λέω.
Το κρεβάτι σου ήταν καταπληκτικό.
Μα δεν είναι εκεί το θέμα.
Ίσως δεν χρειάζεται να του αποδώσω τον οποιοδήποτε χαρακτηρισμό αφού κάθε φορά που φτάναμε εκεί τα μυαλά μας είχαν ήδη τελειώσει αρκετές φορές.

Ανάμεσα σε ένα ζευγάρι πόδια παίρνουμε σχήμα 
δημιουργία
μεγάλο κομμάτι της εσωτερικής μου διαμόρφωσης πολύ αργότερα ανάμεσα σε ένα άλλο
έχω ξεχάσει την αίσθηση
ξέχασα σχεδόν τα πάντα 
χαρακτηριστικό μου δεν είναι πλέον η μνήμη μήτε και η λογική
δε μου βγαίνουν πια οι υπολογισμοί
βασιλιάς δίχως στέμμα
τα πάντα σχήμα οξύμωρο 
η ροή μου ανεξέλεγκτη 
και ούτε που με παρακολουθώ
θα πρεπε να στέκεσαι σε μία γωνία να θαυμάζεις το χάος να απλώνεται μέσα μου 
αναίσθητος από υπερβολική αυτοπεποίθηση με ένα μυαλό απροσπέλαστο
έγινε κάτι σαν έκθεμα που απαγορεύεται η επαφή μαζί του
κάθε επιτυχημένος έλεγχος συναισθημάτων ένα βήμα πιο κοντά στην πλήξη
σηκώνω ψηλά την γροθιά για να αποσπάσω τον λόγο 
και όταν τον παίρνω ζητώ πίσω μια παράνοια όπως αυτή που λάτρεψα
αυτή που μου κλέψανε 
αυτή που την έκανα να τρέξει μακριά 
αυτή από την οποία τρομαγμένος έφυγα 
αυτή που έδιωξα και διώχτηκα.

Και έχω την κατάρα πριν καν ολοκληρωθεί η δημιουργία μιας ονειρεμένης στιγμής εγώ ήδη να βιώνω το τέλος της. 
Ίσως να φταίει που τον αλάνθαστο έρωτα στον νου μου έπλασα νωρίς.

Ξέρεις τι? 
νομίζω ότι θα μπορούσα να αναγνωρίσω οποιαδήποτε γωνία του σώματος σου
κοιτάζω τα μαλλιά και όμως δε μου μοιάζουν δικά σου
κοιτώ τα τακούνια και δε πίστεψα ότι είσαι εσύ
δε πρέπει να σε έχω ξαναδεί με τακούνια
εκτός της πρώτης βραδιάς που μου αφέθηκες
όσο και αν έχω πιει… μπρος μου στέκεσαι
όχι δε κάνω λάθος.


Γεια
τι κάνεις. 

Σάββατο 28 Φεβρουαρίου 2015

Ολοκληρωμένο λάθος.


Εννιάμηνος καρναβαλιστής που χαζεύει τον ουρανό να αλλάζει μορφές. Ξημερώματα,  χλωμός περιφέρομαι σέρνοντας τον ορό ως την πίσω έξοδο του αναρρωτηρίου. Το κομμάτι μου να κάνω θέλω. Πόσο πιο υγιής ο εμετός του αγνού αλκοόλ. Εκεί δεν υπάρχει αδυναμία ή πόνος παρά μόνο δικαίωση.  Ο χρόνος έπαψε να ακολουθεί τη συνήθη του ροη. Ο αέρας κυλάει από θάλαμο σε θάλαμο και κάπως έτσι η κάθε μέρα παραδίδει την εξουσία της φθοράς στην επόμενη.

Η ζωή είναι δικαίωμα. Όχι, η ζωή είναι το αποτέλεσμα μιας συνουσίας που κρύβει μέσα της τόση τυχαιότητα όση δεν πρόκειται να συναντήσεις στην υπολειπόμενη διάρκεια της. Δικαίωμα είναι η αυτοκτονία αλλά που να καταλάβετε άσχημα, άβουλα, περιφερόμενα βαρίδια. Μα σε αυτό και εγώ, ακόμη μια κότα ανάμεσα σας. Προσοχές προτάσσοντας το στήθος στην θέα ενός πανιού. Το να με βρίζω δε δουλεύει πια. Έχω σαν οδηγό μου το χρώμα του αυγούστου μα και αυτό ξεθωριάζει. Οι υποσχόμενοι έρωτες των κρύων ημερών δίνουν ρέστα. Μέσα στα χρωστούμενα αυτά κρεβάτια καμιά θύμηση σου δεν παίρνει την πρωτοβουλία να βγει μπροστά.

Η ζωή στέκεται απέναντι μου καιρό τώρα και αυτό με εξιτάρει. Μύτες θα ήθελα να ανοίξω και άλλοι με την σειρά τους να ανοίξουν την δική μου και ύστερα να αγκαλιαστούμε μέσα στα αίματα συνεπαρμένοι από μια ατέρμονη ηρεμία.  Κανείς δεν μπορεί να επέμβει στους ορισμούς μου. Κανείς δεν έχει το δικαίωμα και ελάχιστοι την δυνατότητα. Τα μάτια μου θα συμβαδίζουν με την αλήθεια ως το τέλος. Διαπεραστικά όσο αυτή απαιτεί να είναι. Τον άνθρωπο κάθε μέρα γνωρίζω. Η μονοτονία του με γδέρνει. Εσύ, στις πράξεις μικροαστέ, ζήτα μια θέση στο πλησιέστερο νεκροταφείο. Χώρο δώσε μου να κινούμαι ελεύθερος.


Οποιαδήποτε γραφτή ή άγραφη επιβολή δεν υπέταξε ποτέ τα θέλω που με κόπο γεννήθηκαν. Διάλεξα προσεκτικά την πλευρά της διαχωριστικής γραμμής που θα σταθώ. Ξέρω τι χάνω, ξέρω τι θα χάσω μα εύκολος δεν υπήρξα. Διάλεγω προσεκτικά τους συνοδοιπόρους μου. Προκλητικά θα φυσώ τον καπνό στη μάπα σας όσο η δικιά μου θα στάζει ένα είδος ευγένειας που μόνο ένας αφελής θα μπορούσε να εμπιστευτεί. Για πάντα η επικριτική σκιά της μεγαλύτερης αμαρτίας σας. Σε κάθε αποτυχημένη απόπειρα κατανόησης της ανθρώπινης υπόστασης θα είναι εκεί στην πρώτη σειρά. Για πάρτη σου θα έχει πληρώσει το ακριβότερο εισιτήριο. Άνθρωπε θα σε κάνει να νιώθεις λίγος και έτσι ίσως αποκτήσεις μια σχετική ικανοποίηση κάνοντας το πρώτο δύσκολο βήμα στο μακρύ δρόμο της αυτογνωσίας. Δικό σου προϊόν τα όσα είσαι αποδέκτης. Μοναδικός υπόλογος της ολοκληρωτικής σου αποτυχίας. 

Τόσα κούφια σώματα. 
Τέτοια ταλαιπωρία. 


Παρασκευή 2 Ιανουαρίου 2015

Crazy life, δεν έχεις ιδέα.


Καλοκαίρι. Το σπίτι μου άδειασα. Κατά τη διάρκεια του πακεταρίσματος έπιασα τον εαυτό μου να κάθετε στον καναπέ και η αιτία δεν ήταν η κούραση. Ήμουνα σχεδόν σοκαρισμένος, με είχε καταβάλλει η άρνηση του να συνειδητοποιήσω τι συνέβαινε και τι ακολουθούσε. Με τον φορτηγατζή έφυγα μέσα στον ιδρώτα με μάτια χαμένα. Προσπάθησε να μου πιάσει συζήτηση στη διαδρομή αλλά δεν. Έδυε ο ήλιος και μαζί του έδυε η ιστορία μου σε αυτόν τον τόπο. Ο Μ. με βοήθησε να μαζέψω τα πράγματα εκείνη τη μέρα και στο τέλος μου πε μια ιστορία. Κάποια στιγμή μετά από 3 χρόνια βρέθηκε Αθήνα κάτω από το παλιό του σπίτι. Τα κλειδιά ήταν ακόμα στο μπρελόκ του και οι κλειδαριές της πολυκατοικίας και του διαμερίσματος δεν είχαν αλλάξει. Μπήκε μέσα. Ήταν ανοίκιαστο. Απλά δεν με ενδιέφερε ήθελα να το κάνω, ήθελα να το δω μου πε. Και κάπως έτσι δενόμαστε με τους 4 τοίχους. Τόσα και τόσα αφήνουμε μέσα τους.

Αφού σταμάτησα να ανοίγω την πόρτα της φιλίππου 71 επισκεπτόμουνα την θεσσαλονίκη κάθε πσκ ως τα μέσα του σεπτέμβρη. Πήγαινα να δω τα αλάνια μου να πιούμε σαν άνθρωποι. Τα τελευταία αυτά βράδια του καλοκαιριού γυρίζαμε την πόλη και ήταν όμορφα. Ήταν κάτι παραπάνω από όμορφα. Ήμασταν φουλ στο πιώμα και μετά από τα παραδοσιακά πεζοδρομιακά κοκτειλάκια κάναμε ισορροπία και περπατούσαμε κάτι σιδερένιες μπάρες. Πέφταμε, χτυπούσαμε και ξαπλώναμε στο βρωμερό πλακόστρωτο. Δεν δίναμε μία αφού αγαπήσαμε την αλητεία σε κάθε μορφή της. Ξέραμε ότι λίγο πολύ αυτές είναι οι τελευταίες μας στιγμές. Τόσοι είχαν ήδη φύγει. Ο Μ. με τη σειρά του σε μια βδομάδα φεύγει ελβετία. Ξέρω πόσο θα μου λείψει ο λακαμάς αλλά χαίρομαι πραγματικά που βρήκε τα αρχίδια να διεκδικήσει τη ζωή, να αφήσει το γελοίο αφεντικό του και να πάει να βρει την δικιά του που του είχε ξηγηθεί σπαθί. Χαίρομαι με τον ίδιο τρόπο που χάρηκα για τον συγκάτοικο όταν παράτησε τη σχολή μετά από 5 χρόνια και έφυγε αγγλία. Αφήσαμε το γκρουβ μας σε αυτή την πόλη. Αφήσαμε τα σημάδια μας στους ανθρώπους, την ύλη και τον χρόνο. Τα διαστήματα που με έχανα και καλλιεργούσα αυτή τη μοναδική στάση μηδενισμού του οτιδήποτε που όση φθορά και αν μου προκάλεσε... είχε τόση βάση. Τα διαστήματα που με έβρισκα και οργίαζε από ομορφιά το μυαλό μου. Όλα αυτά θα είναι εκεί. Το ζήσαμε όπως το ζήσαμε. Το ζήσαμε όπως του άξιζε. Τι και αν τώρα τρέχουμε για διορθώσεις στα εξωτερικά. Η αντισυμβατικότητα έχει το κόστος της. Λίγο ακόμα αλκοόλ, λίγη ακόμα ζάλη σας παρακαλώ και φεύγω.

Ένα απόγευμα αρχές σεπτέμβρη είχαμε στήσει το slackline στην παραλία και τραβήξαμε την προσοχή ενός ακόμη αλλοδαπού ζέου. Οι ζέοι ήταν το στανταράκι μας. Πάντα σκάλωναν. Στις καλές μας ερχόταν και καμιά περίεργη κοπέλα και μας έπιανε την κουβέντα. Είχε έρθει λοιπόν και μας έλεγε την ιστορία της ζωής του και μετά από κάθε έντονο σημείο της αφήγησης του πρόσθετε "crazy life, δεν έχεις ιδέα".

Και ποιος έχει άλλωστε δικέ μου.