Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2014

Πανέμορφη μου εσύ κατάντια.


Το σώμα της πονούσε από τα βλέμματα. Τα χρειαζότανε. Τη σφραγίδα μου πάνω της έχω αφήσει μα το δικό μου βλέμμα πάνω της δεν πέφτει. Μπορεί να ξαναβρεθούμε.

Λίγο πριν γίνουμε ονειρευτές ενός ακόμη καλοκαιριού.
Λίγο πριν χρειαστεί να προσπαθήσουμε.
Λίγο πριν πάψουμε να αντέχουμε κάθε υποσχόμενο αλλά εν τέλει ανιαρό ξημέρωμα.
Λίγο πριν παραδοθώ στις ορέξεις της επί του θέματος ματαιότητας.

Σιγά σιγά τα βλέφαρα μου πέφτουν. Σιγά σιγά τα χέρια σου πλησιάζουν τα δικά μου και αγκαλιαζόμαστε με ότι υπολειπόμενη δύναμη έχουμε. Ο ένας σφίγγει τον άλλο. Η επαφή μας ήταν κάτι σαν καταφύγιο που απολαμβάναμε την ελευθερία μας. Δύο ταλαίπωρα παιδιά εθισμένα στην κούραση. Υποδεχόμασταν το πρώτο φως και πάντα απορούσαμε πως τα καταφέραμε για ακόμη μια φορά.

Κάθε φυγη και μια αναπάντεχη δημιουργία. Αυτή είναι η ευτυχία που έχω να πραγματευτώ. Ίσως αυτή να είναι η φύση μας. Ίσως θα έπρεπε να την αποδεχτούμε.

Λίγο πριν πάψουμε να αναγνωρίζουμε τις οδούς που περπατάμε.
Λίγο πριν αναζητήσουμε τα ίδια χαρακτηριστικά σε άλλα σώματα.
Λίγο πριν αναδείξουμε τους άσχημους μας τρόπους.
Λίγο πριν δύο βαριά άρρωστοι ακούσουν τα αποτελέσματα της διάγνωσης.


Λίγο πριν χωριστούμε συνήθιζα να σε έχω απέναντι μου δίχως να μιλάμε.